2014-05-27 09:54
«Ο αινιγματικός χαρακτήρας της τέχνης δεν είναι εύκολο να προκαλέσει έκπληξη σ’ εκείνον για τον οποίο η τέχνη δεν είναι ούτε διασκέδαση, όπως για τον άσχετο προς την τέχνη, ούτε έκτακτη περίπτωση, όπως για τον γνώστη της τέχνης, αλλά η ουσία της ίδιας του της εμπειρίας». Έγραφε αλλού ο Adorno. «Αυτή η ουσία απαιτεί όμως από τον ίδιο να βεβαιωθεί για τα στοιχεία της τέχνης και να μην εγκαταλείψει τις προσπάθειες όταν η καλλιτεχνική εμπειρία κλονίζει την τέχνη. […]Ο αινιγματικός χαρακτήρας των έργων τέχνης παραμένει συμφυής με την ιστορία. Η ιστορία τα έκανε κάποτε, και εξακολουθεί να τα κάνει, αινίγματα και αντίστροφα, αυτή που τους προσέδωσε κύρος είναι η μόνη η οποία τα προστατεύει από το ενοχλητικό ερώτημα σχετικά με τον λόγο ύπαρξής τους… Όλα τα έργα τέχνης, η τέχνη στο σύνολο της, είναι αινίγματα –αυτό εξόργιζε ανέκαθεν τη θεωρία της τέχνης.» Τα θέματα τα οποία κατασκευάζει ο Βασίλης Γέρος είναι συνήθως τμήματα της οπτικής μας αντίληψης στα οποία ο άνθρωπος δεν έχει επέμβει (ακόμη). Είναι η Φύση σε μια μορφή απτή από τη μία, ταυτόχρονα πλήρη και ουτοπική από την άλλη. Στη συνέχεια οι προθέσεις τους γρήγορα ξεπερνούν τα όρια της Φύσης και αναζητούν διεξόδους σε χώρους άλλης κλίμακας, άλλης διάστασης, σε έννοιες. Ο καλλιτέχνης εμφανίζει ένα Διάστημα το οποίο όμως δεν είναι (μόνον) το Διάστημα της Αστρονομίας, αλλά και ένα τοπίο του εγκεφάλου. Ο Γέρος επιστρέφει στις μεγάλες στιγμές των πρωτοποριών του 20ου αιώνα για να δηλώσει την πίστη του στις αρχές του Μοντερνισμού. Το αίτημα της νεοτερικότητας είναι ακόμη ζωντανό στα έργα του καλλιτέχνη και η επιμονή του να δαμάζει υλικά προς εξαφάνιση πλέον όπως τα διάφορα μέταλλα που χρησιμοποιεί είναι ακόμη μια υπενθύμιση γι’ αυτό το γεγονός.
Από τις πρώιμες μορφές αστρονομίας και αστρολογίας η δομή, το σχήμα και η θέση των ουράνιων σωμάτων έχουν περάσει στην ανθρώπινη εικονογραφία. Ήδη στις βραχογραφίες των Dogon βρίσκουμε σχήματα, τα οποία κάποιοι ερμηνεύουν ως απεικονίσεις αστερισμών. Όμως από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά η υπόθεση αυτή παίρνει απρόβλεπτη (τότε) τροπή. Συνδυασμός μυστικισμού και επιστήμης είναι η περίπτωση του Nikolai Fedorovitch Fedorov, υπαλλήλου βιβλιοθήκης στη Μόσχα, ο οποίος τη δεκαετία του 1880 δημοσιεύει μια σειρά άρθρων εκτός εμπορίου για το Μέλλον της Αστρονομίας και την Αναγκαιότητα της Αναστάσεως. Εκεί θα δούμε να αναζητείται στη μορφή του σύμπαντος μια φιλοσοφική και μεταφυσική δομή εξετάζοντας όμως για πρώτη φορά με σοβαρότητα μια ολόκληρη σειρά επιστημονικών δεδομένων. Ανάμεσα στα 1872 και 1876 ένας ελάχιστα γνωστός σχεδιαστής, ο Etienne-Leopold Trouvelot πραγματοποιεί για λογαριασμό του Αστεροσκοπείου του πανεπιστημίου Harvard της Μασαχουσέτης μια σημαντική σειρά σχεδίων που αναπαριστούν με ακρίβεια νεφελώματα και πλανήτες τα οποία μπορούσε τότε κανείς να δει με τηλεσκόπιο. Τέτοια είναι το έργο Τμήμα του Γαλαξία Ορατού το Χειμώνα, όπως καταγράφηκε το 1874-75 ή το Μεγάλο Νεφέλωμα του Ορίωνα (περ. 1874-75). Η ορθολογική προσέγγιση πάνω στη μελέτη των ουρανίων σωμάτων τελικά θα αγγίξει και τη ζωγραφική. Για παράδειγμα, η κοσμική (διαστημική) αντίληψη της φουτουριστικής ζωγραφικής πήρε σάρκα και οστά λόγω της σχέσης με τον «οικουμενικό δυναμισμό», ο οποίος δημιουργεί την κινητικότητα όλων των πραγμάτων. Ο Βασίλης Γέρος πατάει πάνω στην κοσμική διάσταση της Ρώσικης Πρωτοπορίας για να παρουσιάσει πλανητικούς σχηματισμούς και αστρικά συστήματα, συγκρούσεις ουράνιων σωμάτων. Το κάνει παράλληλα με μια βαθιά ανησυχία για την καταστροφή του περιβάλλοντος στον πλανήτη μας, την πολιτική αναταραχή, τον πόλεμο και τα ερείπια που αφήνει. Τα έργα του Γέρου λειτουργούν ως μια κραυγή μέσα σε μια κατάσταση που δεν αφήνει πολλά περιθώρια για κάτι άλλο. Ο ιστορικός τέχνης Giulio Carlo Argan γράφει ότι «η αξία της τέχνης, η ικανότητά της να δίνεται σαν ποιότητα χωρίς ποσότητα, βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι είναι και έχει υπάρξει η φωτεινή μεταφορά του θανάτου. Η τέχνη εμφανίζει στη συνείδηση αυτό που η σκέψη δεν μπορεί να συλλάβει χωρίς να αυτοαναιρεθεί η ίδια. Αυτή η παρουσία καθιστά ισχυρότερη τη ζωτική αίσθηση αυτής της χειρονομίας που είναι το να ζεις...». Το Διάστημα χωρίς Θεό δεν είναι πλέον η μεταφορά του απείρου, αλλά απλώς η θεωρητική εικόνα ενός άλλου πεπερασμένου.
Το κύριο πράγμα το οποίο κατέστρεψε (για να επανασυνθέσει) ο μοντερνισμός στη ζωγραφική είναι πιθανότατα η ανθρώπινη μορφή. Αυτή συμβόλιζε εξάλλου όλο το κατασκεύασμα της παραδοσιακής δυτικής τέχνης και τις αξίες της: αρμονία, αισθητική, ιεραρχία,... Η ζωγραφική του Πικάσο από τον Κυβισμό και μετά είναι σταθερά κατάλληλο παράδειγμα για το πως η ανθρώπινη μορφή γίνεται κάτι σχεδόν αγνώριστο και όμως λειτουργεί ως αναπαράσταση του ανθρώπου. Ο εικοστός αιώνας περιέχει όλη τη γκάμα της αποδόμησης του προσώπου και του σώματος. Ο Βασίλης Γέρος διαλύει, αποδομεί το (γυναικείο) σώμα όπως αυτό ορίζεται από ένα από τα πιο συζητημένα ζωγραφικά γυμνά της ιστορίας, τη Μάγια του Γκόγια. Αλλού επαναλαμβάνει την ίδια διαδικασία σε ένα αγοραίο γυμνό από κάποιο περιοδικό. Αλλού κάνει το ίδιο με ένα σφαχτάρι, αναφορά άραγε στα ανάλογα θέματα του Ρέμπραντ ή του Μπέηκον; Μέσα από τη διάλυση των μορφών και των σωμάτων ο Γέρος επιδιώκει να κατασκευάσει μια καινούργια κατάσταση, μια καινούργια τάξη. Ένας από τους πιο έντονους διάλογους που καταγράφει ο Πλάτωνας στο Φαίδωνα αφορά την Τάξη. Εδώ ο Σωκράτης στο κελί του επερχόμενου θανάτου του προσπαθεί να παρηγορήσει τους μαθητές του με το επιχείρημα ότι η ψυχή είναι αιώνια. Ρωτάει ένα μαθητή του αν γνωρίζει τι είναι η «Ομοιότητα» και αν υπάρχουν πράγματι δύο κομμάτια ξύλο ή δύο πέτρες που να μπορούν να περιγραφούν ως «όμοια». Η ασκητική και χειρωνακτική διαδικασία που ακολουθεί ο καλλιτέχνης για να κατασκευάσει τα αδρά έργα του συμμετέχει στο φιλοσοφικό στοχασμό. «Σε κάθε γνήσιο έργο τέχνης φανερώνεται κάτι που δεν υπάρχει», έγραφε αλλού ο Adorno. «Δεν το συνθέτουν σαν φαντασιώσεις από διάσπαρτα υπαρκτά στοιχεία. Με αυτά ετοιμάζουν αστερισμούς, οι οποίοι γίνονται κρυπτογραφήματα, χωρίς όμως, όπως οι φαντασιώσεις, να εμφανίζουν τα κρυπτογραφήματα ως άμεσα υπαρκτά πράγματα.» Με αυτό τον τρόπο περίπου ο Βασίλης Γέρος παρουσιάζει την «Αδιέξοδη Έξοδο»…
Θανάσης Μουτσόπουλος